Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιαλεμώ — ἰαλεμῶ, έω (Α) [ιάλεμος] ιαλεμίζω* … Dictionary of Greek
ἰαλέμῳ — ἰᾱλέμῳ , ἰάλεμος lament masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαλέμωι — Ἰαλέμῳ , Ἰάλεμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)